„κινούμενος“ κινούμενος [kjiˈnumenos], κινούμενη, κινούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Treibsand computeranimiert examples κινούμενη άμμοςθηλυκό | Femininum, weiblich f Treibsandαρσενικό | Maskulinum, männlich m κινούμενη άμμοςθηλυκό | Femininum, weiblich f κινούμενος από υπολογιστή computeranimiert κινούμενος από υπολογιστή