„κιλό“: ουδέτερο κιλό [kjiˈlo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kilo Kilo(gramm)ουδέτερο | Neutrum, sächlich n κιλό κιλό examples μισό κιλό Pfundουδέτερο | Neutrum, sächlich n μισό κιλό με το κιλό kiloweise με το κιλό