„κιάλια“: πληθυντικός ουδετέρου κιάλια [ˈkjjaʎa]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fernglas Fernglasουδέτερο | Neutrum, sächlich n κιάλια κιάλια