κηδεμόνας
[kjiðeˈmonas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vormundαρσενικό | Maskulinum, männlich mκηδεμόνας παιδιού, ψυχικά ασθενούςκηδεμόνας παιδιού, ψυχικά ασθενούς
- Erziehungsberechtigte(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fκηδεμόνας παιδιούκηδεμόνας παιδιού
- Vermögensverwalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκηδεμόνας περιουσίαςκηδεμόνας περιουσίας