„κεφαλόσκαλο“: ουδέτερο κεφαλόσκαλο [kjefaˈloskalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Treppenabsatz Treppenabsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m κεφαλόσκαλο κεφαλόσκαλο