κερασιά
[kjeraˈsja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Süß-)Kirscheθηλυκό | Femininum, weiblich fκερασιά βοτανική | BotanikβοτKirschbaumαρσενικό | Maskulinum, männlich mκερασιά βοτανική | Botanikβοτκερασιά βοτανική | Botanikβοτ