„κεραμίδι“: ουδέτερο κεραμίδι [kjeraˈmiði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dachziegel Dachziegelαρσενικό | Maskulinum, männlich m κεραμίδι κεραμίδι