„κερί“: ουδέτερο κερί [kjeˈri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wachs, Kerze Wachsουδέτερο | Neutrum, sächlich n κερί ύλη κερί ύλη Kerzeθηλυκό | Femininum, weiblich f κερί λαμπάδα κερί λαμπάδα