„κεράκι“: ουδέτερο κεράκι [kjeˈrakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kerzchen Kerzchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κεράκι κεράκι examples κεράκι ρεσώ Teelichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n κεράκι ρεσώ κεράκι σε τάφο Grablichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n κεράκι σε τάφο