κεντώ
[kjenˈdo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- stickenκεντώ με κλωστήκεντώ με κλωστή
- stechenκεντώ τσιμπώκεντώ τσιμπώ
- anstachelnκεντώ παροτρύνωκεντώ παροτρύνω
- κεντώ ενοχλώ, ερεθίζω