κεντροευρωπαϊκός
[kjendroevropaiˈkos], κεντροευρωπαϊκή, κεντροευρωπαϊκόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- mitteleuropäischκεντροευρωπαϊκόςκεντροευρωπαϊκός
Thank you for your feedback!