„κεντρίζω“: μεταβατικό ρήμα κεντρίζω [kjenˈdrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) stechen, reizen, anspornen, anstacheln, reizen, erregen stechen κεντρίζω κεντρίζω reizen, anspornen κεντρίζω παρακινώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ κεντρίζω παρακινώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ anstacheln, reizen κεντρίζω ερεθίζω κεντρίζω ερεθίζω erregen κεντρίζω φαντασία κεντρίζω φαντασία