„κειμήλιο“: ουδέτερο κειμήλιο [kjiˈmilio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erbstück Erbstückουδέτερο | Neutrum, sächlich n κειμήλιο κειμήλιο