„καυχησιολογία“: θηλυκό καυχησιολογία [kafçisioloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wichtigtuerei Wichtigtuereiθηλυκό | Femininum, weiblich f καυχησιολογία καυχησιολογία