„καυτός“ καυτός [kafˈtos], καυτή, καυτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) brennend heiß, heiß, scharf brennend heiß καυτός πολύ ζεστός καυτός πολύ ζεστός heiß, scharf καυτός με ένταση, με πάθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ καυτός με ένταση, με πάθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ