καυτηριάζω
[kaftirˈiazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i &μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ätzenκαυτηριάζωκαυτηριάζω
- ausbrennenκαυτηριάζω ιατρική | Medizinιατρκαυτηριάζω ιατρική | Medizinιατρ