„κατόρθωμα“: ουδέτερο κατόρθωμα [kaˈtorθoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Heldentat, Verdienst, Leistung Heldentatθηλυκό | Femininum, weiblich f κατόρθωμα άθλος κατόρθωμα άθλος Verdienstουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατόρθωμα έργο Leistungθηλυκό | Femininum, weiblich f κατόρθωμα έργο κατόρθωμα έργο