κατωτερότητα
[katoteˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Minderwertigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκατωτερότητακατωτερότητα
examples
- σύμπλεγμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατωτερότηταςMinderwertigkeitskomplexουδέτερο | Neutrum, sächlich n