„κατσούφιασμα“: ουδέτερο κατσούφιασμα [kaˈtsufjazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schmollmund Schmollmundαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατσούφιασμα κατσούφιασμα