„κατσαρώνω“: μεταβατικό ρήμα κατσαρώνω [katsaˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kräuseln, ringeln kräuseln, ringeln κατσαρώνω κατσαρώνω