„κατσαβίδι“: ουδέτερο κατσαβίδι [katsaˈviði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schraubenzieher Schraubenzieherαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατσαβίδι κατσαβίδι