κατορθωτός
[katorθoˈtos], κατορθωτή, κατορθωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erreichbar, durchführbar, machbarκατορθωτόςκατορθωτός
Thank you for your feedback!