„κατηφόρα“: θηλυκό κατηφόρα [katiˈfora]θηλυκό | Femininum, weiblich f, κατηφοριά [katifoˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abschüssiger Weg, Gefälle, Abhang abschüssiger Wegαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατηφόρα Gefälleουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατηφόρα κατηφόρα Abhangαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατηφόρα έδαφος κατηφόρα έδαφος