„κατηγορηματικότητα“: θηλυκό κατηγορηματικότητα [katiɣorimatiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bestimmtheit Bestimmtheit κατηγορηματικότητα κατηγορηματικότητα