κατεύθυνση
[kaˈtefθinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Richtungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατεύθυνσηκατεύθυνση
- Kursαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατεύθυνση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκατεύθυνση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- σε ποια κατεύθυνση;in welche Richtung?
- προς όλες τις κατευθύνσειςin alle Richtungen
- κατεύθυνση αναζήτησης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υSuchrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples