„κατεψυγμένος“ κατεψυγμένος [katepsiɣˈmenos], κατεψυγμένη, κατεψυγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) tiefgekühlt tiefgekühlt κατεψυγμένος κατεψυγμένος