κατεργασία
[katerɣaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verarbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατεργασία υλικού, πρώτης ύληςκατεργασία υλικού, πρώτης ύλης
- Aufbereitungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατεργασία χημεία | Chemieχημκατεργασία χημεία | Chemieχημ
examples
- κατεργασία ξύλουHolzbearbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f