„κατεδαφιστέος“ κατεδαφιστέος [kateðafisˈteos], κατεδαφιστέα, κατεδαφιστέοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abrissreif abrissreif κατεδαφιστέος κατεδαφιστέος