„καταψύχω“: μεταβατικό ρήμα καταψύχω [kataˈpsixo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) tiefkühlen, einfrieren tiefkühlen, einfrieren καταψύχω τρόφιμα καταψύχω τρόφιμα