καταχωρίζω
[kataxoˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- καταχωρίζω εμπόριο | Handelεμπ
- eintragen, registrieren, aufnehmenκαταχωρίζω καταγράφωκαταχωρίζω καταγράφω
examples