καταχαρούμενος
[kataxaˈrumenos], καταχαρούμενη, καταχαρούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- heilfroh, hocherfreutκαταχαρούμενοςκαταχαρούμενος
Thank you for your feedback!