„κατασχετήριο“: ουδέτερο κατασχετήριο [katasçeˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Steckbrief Steckbriefαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατασχετήριο κατασχετήριο