„κατασχέσιμος“ κατασχέσιμος [katasˈçesimos], κατασχέσιμη, κατασχέσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) pfändbar pfändbar κατασχέσιμος κατασχέσιμος