καταστροφικός
[katastrofiˈkos], καταστροφική, καταστροφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- katastrophalκαταστροφικόςκαταστροφικός
- vernichtendκαταστροφικός ήττακαταστροφικός ήττα