καταστρεπτικός
[katastreptiˈkos], καταστρεπτική, καταστρεπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zerstörerisch, verheerendκαταστρεπτικόςκαταστρεπτικός
Thank you for your feedback!