„κατασπαταλώ“: μεταβατικό ρήμα κατασπαταλώ [kataspataˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verprassen verprassen κατασπαταλώ κατασπαταλώ