„κατασκοπεία“: θηλυκό κατασκοπεία [kataskoˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufklärungsdienst Aufklärungsdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατασκοπεία κατασκοπεία