„κατασκηνώνω“: αμετάβατο ρήμα κατασκηνώνω [kataskjiˈnono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zelten, lagern, campen zelten, lagern, campen κατασκηνώνω κατασκηνώνω