„κατασκηνωτής“: αρσενικό κατασκηνωτής [kataskjinoˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Camper Camperαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατασκηνωτής κατασκηνωτής