καταρρίπτω
[kataˈripto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- abschießenκαταρρίπτω αεροπλάνοκαταρρίπτω αεροπλάνο
- brechenκαταρρίπτω ρεκόρκαταρρίπτω ρεκόρ
- umreißenκαταρρίπτω δέντροκαταρρίπτω δέντρο