„καταπραϋντικός“ καταπραϋντικός [katapraindiˈkos], καταπραϋντική, καταπραϋντικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lindernd lindernd καταπραϋντικός καταπραϋντικός examples καταπραϋντικό φάρμακοουδέτερο | Neutrum, sächlich n schmerzlinderndes Mittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n καταπραϋντικό φάρμακοουδέτερο | Neutrum, sächlich n