καταπραΰνω
[katapraˈino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- besänftigenκαταπραΰνω άνθρωποκαταπραΰνω άνθρωπο
- lindernκαταπραΰνω πόνοκαταπραΰνω πόνο
Thank you for your feedback!