καταπονημένος
[kataponiˈmenos], καταπονημένη, καταπονημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- abgetakelt, abgehetztκαταπονημένοςκαταπονημένος
Thank you for your feedback!