„καταπλέω“: αμετάβατο ρήμα καταπλέω [kataˈpleo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einlaufen einlaufen καταπλέω πλοίο καταπλέω πλοίο