κατανομή
[katanoˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verteilungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατανομήκατανομή
examples
- κατανομή εισοδήματοςEinkommensverteilungθηλυκό | Femininum, weiblich f