καταναλώνω
[katanaˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verbrauchenκαταναλώνωκαταναλώνω
- konsumierenκαταναλώνω μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτκαταναλώνω μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ