„κατανίκηση“: θηλυκό κατανίκηση [kataˈnikjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überwältigung Überwältigungθηλυκό | Femininum, weiblich f κατανίκηση κατανίκηση