καταλύω
[kataˈlio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- einquartierenκαταλύω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατκαταλύω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ