„κατακόκκινος“ κατακόκκινος [kataˈkokjinos], κατακόκκινη, κατακόκκινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) blutrot, hellrot, knallrot blutrot, hellrot, knallrot κατακόκκινος κατακόκκινος