„κατακτητής“: αρσενικό κατακτητής [kataktiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, κατακτήτρια [katakˈtitria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eroberer, Eroberin Erobererαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατακτητής Eroberinθηλυκό | Femininum, weiblich f κατακτητής κατακτητής